Η ποιητική του Aetheria





Η ποιητική της γεύσης ενός κρασιού δεν εξαντλείται πάντα από την οξύτητα, την λιπαρότητα ή την μεστότητα του σώματός του. Ακόμα και η αίσθηση του βελούδινου αναζητά ακόμα κάτι για να ολοκληρωθεί.
Ούτε η ποιητική των αρωμάτων του εξαντλείται από το μπουκέτο που οδηγεί την μνήμη της όσφρησης σε εσπεριδοειδή, ή ώριμα κίτρινα φρούτα, ή φρούτα του δάσους.
Ενίοτε ενισχύονται από παράγοντες άλλους, καθώς εκφράζονται από ιδιαίτερες ανθρωπογενείς καταστάσεις, ή – με την σειρά τους – εκφράζουν την αφηγηματική μιας κορυφαίας στιγμής.
Μια ζωηρή οξύτητα που συναντά την γεύση ενός φιλιού καθώς η γλώσσα του εραστή πιέζει απαιτητικά την γλώσσα της ερωμένης.
Μια λιπαρότητα που περνά στη μνήμη του δέρματος από το άγγιγμα της παλάμης.
Μια έντονη αίσθηση του φίνου ή του ιδιαίτερα επιθετικού στην όσφρηση που οδηγεί στα ιδιαίτερα αρώματα ενός σώματος που αγαπήθηκε…
Σκέψεις… σκέψεις… θύμισες…


Που χορεύουν στα χείλη ενός ποτηριού κρασιού, σε μια μικρή γουλιά Aetheria, που ξεφεύγει από τις μέχρι τώρα γευστικές εμπειρίες μας.
Αιθέρια κι εσύ, στην ανάμνηση μιας νύχτας που ταξίδευα στα μάτια σου και μάθαινα ξανά την γεωγραφία του έρωτα.
Σε θυμάμαι να φέρνεις το ποτήρι στα χείλη σου, ανασηκώνοντας ελαφρά το κεφάλι σου. Με τα μάτια κλειστά άφηνες να κυλήσουν λίγες σταγόνες από την άκρη του στόματός σου, προκαλώντας με να τις συλλέξω εγώ, με την άκρη της γλώσσας μου.
Αιθέρια και Aetheria. Εσύ κι εκείνο. Ένα κρασί που σ’ εμπεριέχει πια, που σε φέρνει σ’ ένα ποτήρι, να σε πιω, όπως λέει και το τραγούδι.
Γιατί κάποιες ώρες πρέπει να ξεφεύγουν από τον χρόνο, κάποιες στιγμές να ταξιδεύουν εντός μας με την ανεπαίσθητη πλανητική ταχύτητα του άχρονου…

Aetheria – Η έκπληξη μιας όντως αιθέριας γεύσης




 Η ταυτότητα
Το Aetheria, το νέο επίτευγμα της Σεμέλη, έχει το πλεονέκτημα να προέρχεται από μία απ’ τις πιο εμβληματικές αμπελουργικές ζώνες της Ελλάδας, την ορεινή Αιγιαλεία και τις ποικιλίες Μαλαγουζιά και Chardonnay. Εκεί, στο ξέφωτο με το υψόμετρο των 900 μέτρων, όπου η θαλάσσια αύρα του Κορινθιακού διασταυρώνεται με τους δροσερούς αέρηδες και τα ρεύματα των φαραγγιών, δημιουργείται ένα μοναδικό οικοσύστημα - terroir που ευνοεί το αμπέλι, χαρίζοντας στο κρασί γευστική δύναμη και υπεροχή.

Ο χαρακτήρας
Χρώμα αχυρόξανθο με πρασινωπές ανταύγειες. Στη μύτη η ποικιλία Μαλαγουζιά μαρτυρά τη παρουσία της μέσα από αρώματα που θυμίζουν πράσινο μήλο, αχλάδι, πιπεριά και φρέσκα αρωματικά βότανα.
Στόμα με πλούσιο όγκο και άψογη γευστική ισορροπία χάριν της τραγανής οξύτητας του, ντυμένο με λιπαρές νότες που παραπέμπουν στη παρουσία του Chardonnay. Πλούσια αρώματα στον ουρανίσκο σε φόντο πράσινων φρούτων και λεμονόχορτου με πικάντικα στοιχεία στο τελείωμα.
Συνοδεύει θαλασσινά ή ψάρια σε καρπάτσιο, μαριναρισμένα ή ψητά, πουλερικά σχάρας, ψαρονέφρι με κάρι, κουνέλι τηγανητό, ζυμαρικά εμπλουτισμένα με θαλασσινά, ριζότο με σπαράγγι, πιπεριές ψητές, και πράσινες σαλάτες με αρωματικά βότανα.

Η προέλευση
Ανάμεσα στον Χελμό και το Παναχαϊκό απλώνεται μία εκτεταμένη ορεινή περιοχή που ορίζεται από τις ροές του Βουραϊκού και του Σελινούντα, η ορεινή Αιγιαλεία που ατενίζει από ψηλά τον Κορινθιακό κόλπο. Εκεί και η απαράμιλλης ομορφιάς λίμνη Τσιβλού στα 700 μέτρα υψόμετρο, που έδωσε και τον χαρακτηρισμό «Μικρή Ελβετία» στην περιοχή.

Η υποδοχή της
Ο χώρος μας τιμά ιδιαίτερα τις παραγωγές της Σεμέλη, με «αιχμή του δόρατος» την μοναδική Μαντινεία Νασιάκου, ένα λευκό κρασί που εκφράζει την πληρέστερη εκδοχή του Μοσχοφίλερου, αναδεικνύοντας τον ασυναγώνιστο χαρακτήρα του ανάμεσα στις λευκές ελληνικές ποικιλίες.
Δεν ήταν δυνατόν να μην υποδεχτεί με ιδιαίτερες τιμές το νέο επίτευγμα του φίλου Λεωνίδα Νασιάκου και της ΣΕΜΕΛΗ, το Aetheria!!!
Έτσι, την Τετάρτη, 1η Ιουνίου, συνδυάζει την παρουσία μας στην δημοφιλή εκπομπή «ΣΕΦ στον αέρα» του ΣΚΑΪ, με την παρουσίαση του Aetheria, συνοδεύοντάς το με τις συνταγές που ο Μανώλης Πανταζής μαγείρεψε στην εκπομπή!!!

Το Φαγκρί καταμεσής του κάμπου

Μικρές ιστορίες για φίλους πελάτες...
---------------------------------------------
Καλημέρα...
Και ΦΑΓΚΡΙΑ σήμερα, εκτός από τις λαχταριστές συναγρίδες, τις τσιπούρες και τα λαβράκια, σήμερα.

----------------------------------------------

Το Φαγκρί ανήκει στην οικογένεια του Σπάρου και θεωρητικά είναι το πρώτο σε ποιότητα ψάρι. Ζει σε βαθιά καθαρά νερά, σε πελαγίσιες ξέρες και σε βραχώδεις ακτές. Από τα πιο δύσκολα στο ψάρεμα.
Το βάρος του φτάνει ως και τα 20 κιλά. Έχει χρώμα ροζ και μοιάζει με το λιθρίνι.
Το αρσενικό φαγκρί λέγεται και "κορωνάτο", γιατί στο κούτελό του φέρνει ένα εξόγκωμα, που μοιάζει με κορώνα. Το συναντάμε στις περισσότερες θάλασσες.
Προτιμά τις βαθιές θάλασσες από τα 50 μέτρα και πάνω. Τρέφεται με κοχύλια και μαλάκια.
Η γονιμοποίηση γίνεται τους καλοκαιρινούς μήνες και ιδίως τον Ιούνη.

--------------------
 
Τα φαγκριά της "Ψαροπούλας" είναι πάντα ολόφρεσκα.

Εμείς και το Φαγκρί...
Όπως και να φάει κανείς το Φαγκρί είναι αναμφισβήτητα ο βασιλιάς της γεύσης.
Εμείς έχουμε την χαρά να έχουμε τα φρεσκότερα Φαγκριά που αλιεύονται στις θάλασσες του Πλαταμώνα, της Σκιάθου και των παραλίων του Πηλίου που βρέχονται από το Αιγαίο, χάρη στην Ψαροπούλα του Νίκου Κουκάκη και τα συνεργαζόμενα καΐκια.
Και βέβαια έχουμε τη χαρά να είμαστε μοναδικοί στο ψήσιμο του Φαγκριού σε κέλυφος αλατιού, με φανατικούς φίλους.




Γιάννης Καλπούζος και "Σέρρα"

Ο πολυδιαβασμένος συγγραφέας Γιάννης Καλπούζος μαζί μας (12-5-2016).
Σε μια κουβέντα για το "Σέρρα" και όχι μόνο...
Με την συντροφιά του Πάνου Ιωαννίδη του δραστήριου Βιβλιοχαρτοπωλείου "ΑΝΕΜΟΣ", που φιλοξένησε τον Γιάννη Καλπούζο στην πόλη μας.
Για το "Σέρρα" έχει γράψει ο Άγγελος Πετρουλάκης:



Γιάννη Καλπούζου – «Σέρρα»
Το χρονικό του αίματος στον Πόντο

Από τον Άγγελο Πετρουλάκη

Ένα χρόνο μετά το «Σάος» ο Γιάννης Καλπούζος επανέρχεται με το «Σέρρα» (εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ), ένα μυθιστόρημα ποταμό και καταθέτει στη λογοτεχνία μας μια μεγάλη λίμνη αίματος: Τον ελληνικό Πόντο και την γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου.
Το «Σέρρα» του Γιάννη Καλπούζου είναι το συγκλονιστικό χρονικό αίματος που βίωσαν οι Έλληνες του Πόντου, ένα χρονικό που ξεπερνά κάθε εφιαλτική φαντασία, αφού οι δολοφονικές συμπεριφορές των Τούρκων και όχι μόνο έστειλαν στον θάνατο εκατοντάδες χιλιάδες αθώους Έλληνες, εξευτελίζοντας κάθε αξία ζωής.
Είναι επίσης και το χρονικό της εγκληματικής αντιμετώπισης των προσφύγων από την κομμουνιστική Σοβιετική Ένωση, με τα στρατόπεδα εξορίας και τους εκτοπισμούς τους. Ο Γιάννης Καλπούζος με όχημα την λογοτεχνία μπήκε βαθιά μέσα στο δράμα των Ελλήνων του Πόντου και ανάγλυφα παρουσίασε την ωμή ιστορία ως λογοτεχνικό έπος.
Όλως… τυχαίως βλάπτει σοβαρά την υγεία όσων ισχυρίζονται πως δεν ήταν γενοκτονία η επίθεση κατά του ελληνικού γένους στον Πόντο, όπως και την υγεία κάθε πιστού τού σταλινικού ΚΚΕ. Εκτός κι αν έχει αποφασίσει να διαβάσει και κάτι πέρα από τις κομματικές μπροσούρες. Για έναν λόγο και μόνο: Ο Γιάννης Καλπούζος ψύχραιμα και εμπεριστατωμένα παρουσιάζει αλήθειες και μόνο.
Στον άξονα του βιβλίου τοποθετείται ένας άντρας και το μοίρασμά του ανάμεσα σε δυο γυναίκες. Ή το αντίστροφο: Η διεκδίκηση ενός ανδρός από δυο γυναίκες. Αλλά αυτό λειτουργεί ως πρόσχημα. Είναι το όχημα που θα οδηγήσει τον αναγνώστη στα βαθιά μονοπάτια της ιστορίας. Μιας ιστορίας άγνωστης στους πολλούς αναγνώστες, ιδιαίτερα στους νεότερους, που την τραγωδία του ελληνικού Πόντου την προσπέρασαν με λίγες αράδες σε κάποιο σχολικό εγχειρίδιο ιστορίας, έτσι όπως διδάσκεται στα θρανία.
Η τέχνη του συγγραφέα δεν είναι απλά και μόνο η συγκρότηση μιας μυθοπλασίας με αρχή, μέση και τέλος. Όταν ο συγγραφέας δεν καταφεύγει εξ ολοκλήρου στην φαντασία έχει χρέος να σκάβει την πραγματικότητα, ανακαλύπτοντας τα αίτια των συμπεριφορών και καταγράφοντας από πολλές οπτικές το γεγονός, έτσι ώστε να ξεφεύγει από την φθαρτότητα των υστεροβουλιών.
Ο Γιάννης Καλπούζος, εκατό χρόνια μετά αποδεικνύεται δεινός ερευνητής και ικανός μυθοπλάστης. Είχε δώσει τις εξετάσεις του άλλωστε με το «Άγιοι και δαίμονες» και το «Ιμαρέτ». Στο «Σέρρα» προχωρά ακόμα περισσότερο, δημιουργώντας ένα κλασικό μυθιστόρημα.
Ο τίτλος, για τους Έλληνες του Πόντου, παραπέμπει στον αντιπροσωπευτικό πολεμικό τους χορό, τον «Πυρρίχιο» της αρχαιότητας. Η περιγραφή του χορού καθηλώνει τον αναγνώστη, ακόμα κι αν δεν έχει παρακολουθήσει ζωντανά τούτη τη μέθεξη από χορευτές:
«Αργά, κοφτά, ξεκίνησε η μουσική και κατόπιν όλο να ταχύνεται ο ρυθμός, να ξαναπέφτει, και πάλι ογλήγορος. Ταίριαζαν οι βηματισμοί τους με το άγριο των βουνών, το άγριο της ζωής τους και με τα πολεμικά τεχνάσματα που παρίστανε ο αρχαίος Πυρρίχιος χορός. Επίθεση, άμυνα, παραφύλαξη, απειλή, οπισθοχώρηση, ελιγμό, κάλυψη, όλα τα περιέκλειε ο χορός τους. Όμως δεν ήταν μόνο τούτα. Έσφιγγαν τα χέρια τους, καθώς δένουν τα κλωνάρια στον κορμό, σ’ ένα αντάμωμα συντρόφων, ζωντανών και αποθαμένων. Κι έσκαβαν με τις μπότες τη γης, θαρρείς κράζοντάς της ότι την πατούν και συγχρόνως σάμπως ν’ αφουγκράζονται όσους τους φώναζαν από κάτω, γενιές και γενιές πρωτύτερες.
Χόρευαν κι έδειχναν να υπερίπτανται του κόσμου. Να κάθεται ο Θεός μέσα στον άνθρωπο κι ο άνθρωπος ν’ αρπάζεται απ’ τον Θεό. Το φέγγος και η σκοτεινιά να εναλλάσσονται στα πρόσωπά τους, φωτοσκότεινοι, ίδιο το στάλαμα της ζωής. Να ζυμώνεται το κορμί, να τσακίζει, να λύνεται και να ξαναδένεται. Ν’ αναπαύεται η ψυχή κάπου στα σύγνεφα, να λυτρώνεται κι ευθύς να τρομάζει. Τη μια να τους τραβά το χώμα, την άλλη να υψώνονται όπως ο Ανταίος. Να πυρακτώνεται ο νους και να βογκά ο τόπος απ’ τους γδούπους, να τρέμει απ’ την παλικαριά και την αποκοτιά τους. Να χτυπούν τα γόνατα καταγής και πάλι να στυλώνονται ορθοί. Να κατέχουν ότι παρέκει καρτερά ο θάνατος και να τον περιγελούν.
Αντάρα και καταχνιά να θολώνει το βλέμμα τους, μα και να σκιρτά στα λοξοκοιτάγματά τους γλυκάδα αντρίκεια. Ν’ αποζητούν στων γυναικών τα μάτια το λίγωμα, το παίνεμα, της σάρκας και της καρδιάς το φούντωμα.
Δαιμονική δύναμη, αφιονισμένη, φαινόταν να ρίχνεται καταπάνω τους ή να εφορμά από μέσα τους. Έβγαζαν και κραυγές άναρθρες απ’ τα στόματά τους και πότε πότε φώναζαν «Όι!» «Όι!», σαν να νογούσαν ότι δεν τους βοηθά η γλώσσα να τα παραστήσουν όλα τούτα με λόγια κι επιστράτευαν το κορμί να τα συλλαβίσει…»
Το άγριο της ζωής του Ποντιακού Ελληνισμού, λοιπόν, ξεδιπλώνεται μέσα στις σελίδες του μυθιστορήματος. Με πρώτο πεδίο αναφοράς την περιοχής της Τραπεζούντας, ένα κέντρο του Ελληνισμού με ιστορία αιώνων. Εκεί θα διασταυρωθούν τα συμφέροντα των Νεοτούρκων και των Ρώσων, εκεί θα δοκιμαστεί και η θολή ελληνική πολιτική με αφετηρία της τον εθνικό διχασμό και κατάληξη την συντριβή της μικρασιατικής εκστρατείας. Θύματα οι άμαχοι, οι άνθρωποι που ονειρεύονταν μια ήρεμη ζωή, μια καλύτερη τύχη για τα παιδιά τους. Ο εθνικισμός έσπειρε το μίσος σε κοινωνίες που συμβίωναν ειρηνικά για αιώνες και ο κομματισμός την δυστυχία του θανάτου.
Έρμαιο σε θολά συμφέροντα το ελληνικό στοιχείο του Πόντου υπόκειται αδιανόητους διωγμούς, που ζωντανεύουν μοναδικά μέσα στις σελίδες του βιβλίου, με τον συγγραφέα να οδηγεί έντεχνα τον αναγνώστη τόσο στα πραγματικά γεγονότα, όσο και στην ατμόσφαιρα της εποχής, περιγράφοντας με τις απαραίτητες λεπτομέρειες όλα όσα χρειάζεται ο αναγνώστης για να κατανοήσει την περιπέτεια του Πόντου.
Όμως ο Γιάννης Καλπούζος προχωρά ακόμα περισσότερο από την απλή εξιστόρηση. Ζωντανεύει στην κυριολεξία την εποχή, περιγράφοντας τις πολιτείες και τα χωριά της υπαίθρου, μεταφέροντας στοιχεία ντοπιολαλιάς, ανασύροντας σπέρματα της γραμμής που ενώνει τον Πόντο με την αρχαιότητα και το Βυζάντιο, αναπλάθοντας έθιμα, γεύσεις, προσδοκίες. Όλα αυτά χωρίς να κουράζει τον αναγνώστη, που απνευστί προχωρά τις σελίδες της αφήγησης και των περιγραφών.
Ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι περιγραφές της ζωής που αντιμετώπισαν οι Πόντιοι που κατάφυγαν στην Ρωσία προκειμένου να διασωθούν από τις σφαγές των Τούρκων. Ακόμα πιο πικρές οι σελίδες αυτής της περιπέτειας, που με μέγιστη ευαισθησία περιγράφει ο συγγραφέας.
Το «Σέρρα» είναι ένα μυθιστόρημα σταθμός.
Ας είναι καλοτάξιδο.

Λαχταριστές τσιπούρες και λαβράκια

Μικρές ιστορίες για φίλους πελάτες...
---------------------------------------------
Λαχταριστές τσιπούρες και λαβράκια, σήμερα.

Τόσο ζωντανά που προκάλεσαν την θύμηση κι έφεραν στο νου εκείνο το γοητευτικό, παλιό, βιβλίο του Θέμου Ποταμιάνου, που πρωτοκυκλοφόρησε στα 1950: "Εδώ βυθός"...
 


Να πως περιγράφει ο Θ. Ποταμιάνος το λαβράκι:
"Λάβραξ ο λύκος! Αυτό είναι το επίσημο όνομά του... Γιατί σα λύκος πέφτει μέσα στα κοπάδια των μικρών ψαριών και θερίζει με την ψυχή του...
...Τριάντα ψάρια αν τριγυρίζουν στο βυθό εσείς μόνο το λαβράκι θα προσέξετε. Ξεχωρίζει απ' όλα. Κορμί χυτό, σπαθάτο, αστραφτερά πλευρά, μάτια ζωηρά, κινήσεις γεμάτες μεγαλοπρέπεια και χάρη. Πλέει μονάχο, αγέρωχο, περήφανο, και, καθώς περνάει, τα ψάρια παραμερίζουν. Η ορμητική του πλεύσις θυμίζει το πέταγμα του γερακιού, όταν με τεντωμένα, ακίνητα φτερά, σπαθίζη τον αέρα. Έτσι περνάει και το λαβράκι, ίσιο, μονοκόμματο, και σκίζει το νερό σα βέλος. Τα ψάρια το φοβούνται κι' εσύ το θαυμάζεις. Είν' ένα όμορφο, μικρό, κομψό θηρίο, που γεμίζει το βυθό δυναμική ομορφιά. Η κίνησή του είνε αισθητική. Έχει αυτό που λέμε στυλ. Πλέει με δεξιοτεχνία. Σχεδιάζει με το σώμα του καλλιτεχνικές φιγούρες και γραμμές. Δεν είνε κυνηγός, δεν είνε φαγάς. Είνε ένας βιρτουόζος".

(Ακολουθούμε την ορθογραφία του συγγραφέα)


Είναι όμως εντυπωσιακά κι αυτά που γράφει ο Θ. Ποταμιάνος για την τσιπούρα:
"Η τσιπούρα δεν έχει μόνο ομορφιά και νόστιμο αφράτο κρέας, αλλά και βολικό ανάστημα. Μικρή τη θέλεις; Μικρή τη βρίσκεις. Μέτρια; Επίσης. Μεγάλη, οκαδιάρικη; Και αυτό γίνεται...
... Το διακριτικό της γνήσιας τσιπούρας είνε το χρυσό της φρύδι, αυτό που της έδωκε και το όνομα χρυσόφα...
... Είνε ψάρι δυνατό, κάνει μεγάλο ντόρο όταν πιάνεται. Διπλαρώνει, χτυπιέται, αντιστέκεται. Έχει γερό κορμί. Μα πιο γερά είνε τα σαγόνια της..."