Στην υγειά σου με ΠΛΑΓΙΩΣ - Να με θυμάσαι - Γραφή ερωτική για ένα κρασί








«Σε βλέπω στο ποτήρι μου…», τραγουδούσες κάθε φορά που μ’ έβλεπες να κάθομαι στη μισοφωτισμένη γωνιά και να ζητώ τ’ αγαπημένα σου: «Βιβλία Χώρα», άλλοτε το λευκό, άλλοτε το ερυθρό, όπως τα χείλη σου. Ήξερες πώς τα έπινα για χατήρι σου, αφού εγώ ήμουν πιστός του «Όβηλου», συνήθως του ερυθρού, σπανίως του λευκού, όχι γιατί δε μου ταίριαζε, αλλά γιατί το κόκκινο έβαφε τις νύχτες μας, μ’ εσένα ν’ αφήνεσαι σ’ ένα ανεξέλεγκτο ταξίδι ηδονής και μένα να παίρνω αχόρταγα γεύσεις αθανασίας απ’ το κορμί σου.ταίριαζε και με τα χείλη σου.
Τραγουδούσες, λοιπόν, με το βλέμμα σου καρφωμένο πάνω μου, με το σώμα σου σ’ εγρήγορση. Κι όταν έβλεπες πως γέμιζα για δεύτερη φορά το ποτήρι μου κι άναβα τσιγάρο, τέντωνες πίσω το κεφάλι σου, σήκωνες το αριστερό σου χέρι στην ανάταση, έφερνες ακόμα πιο κοντά το μικρόφωνο στα χείλη σου και απ’ τα βάθη της ψυχής σου έβγαινε εκείνο το «Τι σου ’κανα και πίνεις τσιγάρο το τσιγάρο…».
Το ξέρεις…
Σ’ έβλεπα κι εγώ στο ποτήρι μου
και σίγουρα δεν κάπνιζα ούτε για να ξεχάσω, ούτε για να μην πονώ. Ήθελα απλά να είμαι κοντά σου όσο ακόμα κρατούσε η άνοιξη του έρωτα και η ευωδιά των βλεφάρων σου.
Θυμάμαι ένα βράδυ που όλοι σιωπούσαν εσύ τόλμησες και τραγούδησες «Όταν θα τελειώσει ξαφνικά το καλοκαίρι… να με θυμάσαι… γιατί σ’ αγαπούσα πιο πολύ κι απ’ τη δική μου τη ζωή…». Έστειλα το βλέμμα μου να συναντήσει τα μάτια σου, αλλά εσύ κοιτούσες ψηλά σ’ ένα τίποτα, σ’ ένα αύριο χωρίς εμένα…
Αυτό το αύριο ήρθε.
Τώρα η φωνή σου έρχεται μόνο απ’ τα ηχεία του αυτοκινήτου κι εγώ καπνίζω σαν αράπης σταματημένος στις άκρες των εθνικών δρόμων. Δεν είναι η αναπόληση αυτή που πονά, αλλά η επίγνωση του ανεπανάληπτου, τα χείλη σου και η γεύση τους που δεν ξανασυνάντησα, το βελούδο ανάμεσα στους μηρούς σου που με καίει ακόμα, οι σπασμοί σου που επιμένουν να τρικυμίζουν τις θάλασσές μου.
Σε θυμάμαι και το ξέρεις. Σε ζω και είμαι σίγουρος πως κι αυτό το γνωρίζεις. Δεν είναι εύκολο να ζεις με αναπολήσεις και προσδοκίες, ν’ ακούς τραγούδια και να ματώνεις, να πίνεις Βιβλία Χώρα και να μην κλείνεις τα μάτια, κρατώντας την εικόνα σου πιο ζωντανή από ποτέ. Και τώρα που σου γράφω είναι γιατί θέλω να σου μιλήσω για ένα κρασί, που σίγουρα θ’ αγαπούσες με πάθος. Ασυνήθιστο όνομα για κρασί, ασυνήθιστη και η ετικέτα του…
«Πλαγίως» με μια ρομβοειδή σκακιέρα η ετικέτα, να θυμίζει εκείνο το τραγούδι του Παπακωνσταντίνου που μιλά για τη σιωπή πριν το τέλος. «…σκέψου να ’ταν το πάτωμα ασπρόμαυρο και να ’σουν το πιόνι…», λέει ο τραγουδιστής και ψάχνω στον απέναντι τοίχο το αποτύπωμα του κορμιού σου.
Το λευκό του με το έντονα αρώματα πραλίνας φουντουκιού και κίτρινων φρούτων με νότες βανίλιας, μελιού και ξηρών καρπών. Γεύση που θυμίζει το δέρμα σου, καθώς έσκυβα και μύριζα στα πλάγια του λαιμού σου κι έπαιρνα στα χείλη μου τους λοβούς των αφτιών σου….
Το ερυθρό του ώριμο, όπως τα χείλη σου, βαθύ διάφανο κόκκινο με το άρωμα μιας προκλητικής σοκολάτας που μοιραζόμασταν κάτω από τη βροχή.
«Πλαγίως» γι’ απόψε, καρδιά μου. «Δεν έχω κάτι να σου πω, τι να σου εξηγήσω, νύχτα με παίρνουν τα όνειρα, νύχτα με φέρνουν πίσω…», τραγουδά ξανά ο Παπακωνσταντίνου κι εγώ σηκώνομαι για ένα αργό ζεϊμπέκικο, ήρεμο όπως το γέλιο σου, χορεύοντας μόνος στο μισοσκόταδο του σαλονιού και πίνοντας στην υγειά σου…
Στην υγειά σου με λευκό και χρυσαφιές ανταύγειες, στην υγειά σου με ερυθρό και δυο ξεσπάσματα της ανάμνησης που δεν λέει να ξεχάσει τα στήθη σου, ούτε το κόκκινο των νυχιών σου.
Δεν ξέρω αν θα κάνεις ξανά «χίλια ματ στην ευτυχία», ξέρω όμως ότι στη μεγάλη σκακιέρα της ζωής θα βρεθούμε ξανά, μ’ ένα μπουκάλι «Πλαγίως» ανάμεσά μας, με δυο χούφτες αρώματα μνήμης από τις νύχτες που ταξιδεύαμε στο όνειρο με τρεχαντήρι τον πόθο…
Στην υγειά σου, λοιπόν, «Να με θυμάσαι…»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου